προσηώος

προσηώος
και δωρ. τ. ποταῷος, -α, -ον, Α
στραμμένος προς την Ανατολή (α. «καὶ τὸ ποταῷον τὸ Λακίνιον», Θεόκρ.
β. «προσηῴους δαίμονες», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* / ποτ- (βλ. λ. ποτί) + ἠῷος / ἑῶος (< ἠώς / ἕως «αυγή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσηῴας — προσηῴ̱ᾱς , προσηῷος towards the East fem acc pl προσηῴ̱ᾱς , προσηῷος towards the East fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηῴους — προσηῴ̱ους , προσηῷος towards the East masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσηῴᾳ — προσηῴ̱ᾱͅ , προσηῷος towards the East fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”